- ντίνγκο
- (canis dingo). Σαρκοβόρο της οικογένειας των Κυνιδών. Το άγριο αυτό σκυλί, που ζει στην Αυστραλία, μόλις ξεπερνά σε ύψος τα 0,50 μ. ως το ακρώμιο· το τρίχωμά του είναι πυκνό και όχι πολύ μακρό, με διάφορα χρώματα, αλλά πάντοτε ομοιόμορφα: μπορεί να είναι ξανθοκιτρινωπό ή σκούρο καφέ. Το κεφάλι είναι μεγάλο, με ρύγχος μάλλον μακρύ και οξύληκτα αυτιά, πλατιά στη βάση· τα μάτια του έχουν έκφραση θηριώδη. Τα άκρα του είναι ρωμαλέα, εφοδιασμένα με μακριά νύχια· η ουρά, αρκετά πυκνή και μακριά.
Ο ν. ζει σε μη κατοικημένα μέρη, μένει κρυμμένος την ημέρα και αναζητά την τροφή τη νύχτα, σκοτώνοντας καγκουρό, αλλά και κατοικίδια ζώα. Για τον λόγο αυτό παλαιότερα οι Αυστραλοί άποικοι τον κυνηγούσαν αμείλικτα, τόσο ώστε το καθαρόαιμο είδος τείνει να εκλείψει. Στα χωριά των ιθαγενών ζει συχνά εξημερωμένος· στην περίπτωση αυτή τον χρησιμοποιούν για να κυνηγούν μαρσιποφόρα, εμού και θαλάσσιες χελώνες.
O ντίνγκο, άγριο σκυλί της Αυστραλίας.
Dictionary of Greek. 2013.